ἡγητήρ
Look at other dictionaries:
ηγητήρ — ἡγητήρ, δωρ. τ. ἁγητήρ, ὁ, θηλ. ἡγήτειρα (Α) [ηγούμαι] 1. καθοδηγητής, οδηγός, οδηγητής 2. αρχηγός, ηγέτης 3. το ψάρι «ναυκράτης ο οδηγός, που οδηγεί την αγέλη, αλλ. ηγεμών*, γνωστό σήμερα ως πιλότος … Dictionary of Greek
ἡγητήρ — a guide masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγητῆρα — ἡγητήρ a guide masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγητῆρας — ἡγητήρ a guide masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγητῆρες — ἡγητήρ a guide masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγητῆρος — ἡγητήρ a guide masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγητῆρσι — ἡγητήρ a guide masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγητῆρσιν — ἡγητήρ a guide masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγητήν — ἡγητήρ a guide masc acc sg (attic epic ionic) ἡγητής a guide masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγητήρων — ἡγητήρ a guide masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγητής — ἡγητήρ a guide masc nom sg ἡγητής a guide masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)