ἡγητήρ

ἡγητήρ
ἡγ-ητήρ, [dialect] Dor. [pref] ἁγ-, ῆρος, ,
A = ἡγητής, a guide, S.OC1521; σοφίης ἑὸν ἡγητῆρα his guide to philosophy, IG3.947.
2 the pilot-fish, Opp.H.5.70.
3 = ἡγήτωρ, a leader,

ἁ. ἀνήρ Pi.P.1.69

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ηγητήρ — ἡγητήρ, δωρ. τ. ἁγητήρ, ὁ, θηλ. ἡγήτειρα (Α) [ηγούμαι] 1. καθοδηγητής, οδηγός, οδηγητής 2. αρχηγός, ηγέτης 3. το ψάρι «ναυκράτης ο οδηγός, που οδηγεί την αγέλη, αλλ. ηγεμών*, γνωστό σήμερα ως πιλότος …   Dictionary of Greek

  • ἡγητήρ — a guide masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγητῆρα — ἡγητήρ a guide masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγητῆρας — ἡγητήρ a guide masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγητῆρες — ἡγητήρ a guide masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγητῆρος — ἡγητήρ a guide masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγητῆρσι — ἡγητήρ a guide masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγητῆρσιν — ἡγητήρ a guide masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγητήν — ἡγητήρ a guide masc acc sg (attic epic ionic) ἡγητής a guide masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγητήρων — ἡγητήρ a guide masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγητής — ἡγητήρ a guide masc nom sg ἡγητής a guide masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”